- στῴδιον
- στῴδιονshedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στωιδίων — στῴδιον shed neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωίδια — στῴδιον shed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωίδιον — στῴδιον shed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοΐδιον — και στωΐδιον ή στῴδιον, τὸ, Α [στοά / στωϊά] 1. υποκορ. μικρή στοά 2.είδος στέγης για την προφύλαξη τών πολιορκητών … Dictionary of Greek
στωΐδιον — ή στῴδιον, τὸ, Α βλ. στοΐδιον … Dictionary of Greek